- κενοκοπώ
- (Α κενοκοπῶ, -έω)νεοελλ.(για μηχανή) κινούμαι μόνο με τη βοήθεια τού κενού που υπάρχει στο ψυγείοαρχ.κοπιάζω άσκοπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ, καλο-κοπώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek